- ακληρονόμητος
- [аклирономитос] επ. неунаследованный.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ἀκληρονόμητος — without heirs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακληρονόμητος — η, ο (Μ ἀκληρονόμητος, ον) [κληρονομῶ] αυτός που δεν έχει κληρονόμους νεοελλ. αυτός που δεν κληρονομήθηκε, που δεν περιήλθε σε κληρονόμους … Dictionary of Greek
ακληρονόμητος — η, ο 1. αυτός που δεν πήγε στα χέρια κληρονόμων: Η μεγάλη εκείνη περιουσία έμεινε ακληρονόμητη. 2. αυτός που δεν έχει κληρονόμους: Θα πεθάνει ακληρονόμητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκληρονόμητον — ἀκληρονόμητος without heirs masc/fem acc sg ἀκληρονόμητος without heirs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκληρονομήτους — ἀκληρονόμητος without heirs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκληρονομήτων — ἀκληρονόμητος without heirs masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)